- βασταζομένου
- βαστάζωlift uppres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόθεση — η 1. η τοποθέτηση βασταζόμενου πράγματος στη γη: Η απόθεση του φορτίου έγινε πάνω σε ένα πεζούλι. 2. απόρριψη και συσσώρευση: Οι αποθέσεις των ποταμών στις εκβολές τους είναι πολύ μεγάλες. 3. αποταμίευση: Η απόθεση χρημάτων είναι ενέργεια συνετή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)